-
1 просвечивание
1. (прохождение света) η διαπεραστικότητα του φωτός, το φέγγισμα, το φέξιμο 2. (дефектоскопия) о έλεγχος διά της έκθεσης στην ακτινοβολία 3. мед. η ακτι-νοσκόπησηрентгеноскопическое - με ακτίνες χ(χι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просвечивание